μάντεμα

μάντεμα
το см. μάντευμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μάντεμα" в других словарях:

  • μάντεμα — το μαντεία, χρησμός, προφητεία: Μας έμαθε μαντέματα και ανέκδοτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλευρομαντείον — ἀλευρομαντεῑον, το (Μ) [ἀλευρόμαντις] το μάντεμα με αλεύρι, η αλευρομαντεία …   Dictionary of Greek

  • μάντευμα — και μάντεμα, το (AM μάντευμα) [μαντεύω] η απάντηση τού μαντείου, ο χρησμός, η προφητεία («τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • παραμάντεμα — το αίνιγμα, γρίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μάντεμα (< μαντεύω)] …   Dictionary of Greek

  • ονειρομαντεία — ονειρομαντεία, η και ονειρομαντική, η μάντεμα του μέλλοντος με την ερμηνεία, την εξήγηση των ονείρων, αλλ. ονειροκριτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προμάντεμα — το, ατος μάντεμα, προφητεία, προαίσθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωροσκοπία — η το μάντεμα αυτών που πρόκειται να συμβούν με την παρατήρηση της θέσης των πλανητών στον ουρανό κατά τη γέννηση ενός ατόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωροσκόπιο — το διάγραμμα της θέσης των πλανητών στον ουρανό κατά τη γέννηση ενός ατόμου για το μάντεμα αυτών που πρόκειται να του συμβούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»